ξαναμωραίνω

ξαναμωραίνω
μετ. превращать кого-л. в ребёнка;

ξαναμωραίνομαι — впадать в детство, выживать из ума


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαναμωραίνω" в других словарях:

  • ξαναμωραίνω — 1. κάνω κάποιον να γίνει πάλι μωρό 2. (συν. το μέσ.) ξαναμωραίνομαι (για γέροντα ή γερόντισσα) κάνω ή λέγω ανοησίες, ξεκουτιαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ξαναμωραίνω — ξαναμώρανα, ξαναμωράθηκα, ξαναμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει ξανά μωρό. 2. το μέσ., ξαναμωραίνομαι γίνομαι ξανά μωρό, φέρνομαι σαν παιδί, λέω ανοησίες: Ξαναμωράθηκε ο γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»